- φραγκεύω
- φράγκεψα1. μτβ., κάνω κάποιον Φράγκο στο θρήσκευμα, τον προσηλυτίζω στο καθολικό δόγμα.2. αμτβ., γίνομαι Φράγκος, καθολικός, ασπάζομαι το καθολικό δόγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.